- Λαιστρῦγών
- Λαιστρῦγών, pl. Λαιστρῦγόνες: Laestrȳgon, the Laestrȳgons, a tribe of savage giants, Od. 10.106, 119, 199.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Λαιστρυγών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγόνα — Λαιστρυγών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγόνας — Λαιστρυγών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγόνες — Λαιστρυγών masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγόνι — Λαιστρυγών masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγόνος — Λαιστρυγών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγόνων — Λαιστρυγών masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγόσι — Λαιστρυγών masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγόσιν — Λαιστρυγών masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)